ιδρώνω

ιδρώνω
(ΑΜ ἱδρῶ, -όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς]
εκκρίνω ιδρώτα
νεοελλ.
1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του»)
2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος»)
3. κάνω κάποιον να ιδρώσει
4. προξενώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια
5. φρ. «δεν ιδρώνει τ' αφτί του» — δεν επηρεάζεται, δεν πείθεται
(νεοελλ.-μσν.) φρ.
1. «ιδρώνω μόσκο» — μοσχοβολώ
2. «ιδρώνω αίμα» — στάζω αίμα
3. «ιδρώνω το αίμα» — φοβίζω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδρώνω — ιδρώνω, ίδρωσα, ιδρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφιδρώ — και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, όω) ιδρώνω αρχ. 1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν 2. παθ. ἐφιδροῡμαι, όομαι ιδρώνω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ] …   Dictionary of Greek

  • εξιδίω — ἐξιδίω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδίω «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ιδίω — ἰδίω (Α) (σε περίπτωση τρόμου) ιδρώνω («πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰδίω προέρχεται από αμάρτυρο *εἵδω, με ιωτακισμό και ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἶδος) + επίθημα *yε / yω ( ιω) και ανάγεται σε IE *sveid «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • περιιδρώ — όω, Α ιδρώνω ολόκληρος, σε όλο μου το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱδρῶ «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προϊδρώ — όω, Α ιδρώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱδρώ «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] …   Dictionary of Greek

  • ίδρωμα — το [ιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”